κατασυγχύζω

κατασυγχύζω
κατασύγχυσα, κατασυγχύστηκα, κατασυγχυσμένος, προκαλώ σε κάποιον μεγάλη σύγχυση: Σήμερα με κατασύγχυσε ο προϊστάμενος με τις παρατηρήσεις του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατασυγχύζω — προκαλώ σε κάποιον πολύ μεγάλη σύγχυση, συγκλονίζω, αναστατώνω, συνταράσσω κάποιον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”