- κατασυγχύζω
- κατασύγχυσα, κατασυγχύστηκα, κατασυγχυσμένος, προκαλώ σε κάποιον μεγάλη σύγχυση: Σήμερα με κατασύγχυσε ο προϊστάμενος με τις παρατηρήσεις του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.